- συνωδός
- και συναοιδός και αττ. τ. ξυνωδός, -όν, Α1. αυτός που τραγουδάει ή ηχεί σε συμφωνία με κάποιον άλλο2. αυτός που έχει αρμονία («ξυνῳδοὶ κτύποι», Ευρ.)3. μτφ. σύμφωνος με κάποιον ή κάτι («λόγοι συνωδοὶ τοῑς ἔργοις», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -ῳδός (< ἀοιδός)].
Dictionary of Greek. 2013.